Το Σάββατο 8 και την Κυριακή 9 Ιουλίου 2023 και ώρα 21:30 μ.μ. στο κηποθέατρο <<Νίκος Καζαντζάκης>> στο Ηράκλειο, η Θεατρική Ομάδα του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου, ανεβάζει το σατυρικό δράμα «ΤΑΛΩΣ», έργο του δικηγόρου Ηρακλείου Μιχάλη Σφακιανάκη, σε σκηνοθεσία Σοφίας Δερμιτζάκη.
Η θεατρική ομάδα του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου παρουσιάζει ένα πρωτότυπο έργο, μία «απόπειρα σατυρικού δράματος» όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, γραμμένο στην κρητική διάλεκτο με τη φιλοδοξία να προσθέσει ένα ακόμη σημαντικό κεφάλαιο στη μακρόχρονη παράδοσή της στα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης.
Για την παράσταση αυτή δόθηκε σήμερα συνέντευξη Τύπου.
Εισιτήρια για την παράσταση θα διατίθενται στην τιμή των δέκα (10) ευρώ από το Ταμείο και την Βιβλιοθήκη του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου κατά τις εργάσιμες ημέρες, 08:00 π.μ. -15:00 μ.μ., από το βιβλιοπωλείο «Ελευθερουδάκης» – οδός 1821 αρ. 10 κατά τις ώρες λειτουργίας καταστημάτων καθώς επίσης από το ταμείο του Κηποθέατρου <<Νίκος Καζαντζάκης>> από την Πέμπτη 6 Ιουλίου, 18:00 μ.μ. – 21.00μ.μ.
Κείμενο: Μιχάλης Σφακιανάκης
Σκηνοθεσία: Σοφία Δερμιτζάκη
Σκηνικά – Κοστούμια: Βούλα Επιτροπάκη, Σοφία Δερμιτζάκη
Μουσική – Σύνθεση: Διονύσης Παπαμήτσος
Χορογραφίες: Βάσω Νιακάκη
Πρώτη παράσταση: 8 Ιουλίου 2023
Δημοτικό Κηποθέατρο «Ν. Καζαντζάκης», Ηράκλειο
Ήχος – Φωτισμοί: Αντώνης Αλεξάκης
Ηχογράφηση μουσικής και χορικών: Studio Vasmaris,
Home Studio Διονύσης Παπαμήτσος
Έπαιξαν οι μουσικοί: Γιάννης Δροσανάκης (λύρα),
Γιάννης Ρομπογιαννάκης (θιαμπόλι – ασκομαντούρα)
Μακέτα Σκηνικού: Στέλλα Στρατιδάκη
Κατασκευή Σκηνικών: Απόστολος Ξυριτάκης,
Γιώργος Αναστασόπουλος
Θεατρικές μάσκες: Βούλα Επιτροπάκη
Κατασκευή οπλισμού του Ιάσονα: Απόστολος Ξυριτάκης
Κατασκευή καπέλων, κεράτων, ασκιού:
Κορνήλιος Μπαρμπουνάκης
Ράψιμο κοστουμιών: Εργαστήριο ραπτικής «Κάρμεν & Ζαχαρίας»,
Κλαίρη Αντωνιδάκη-Γαρεφαλάκη
Επιμέλεια Προγράμματος: Βούλα Επιτροπάκη
Επιμέλεια αφίσας: Ειρήνη Φερετζάκη
Υποβολέας: Εύα Σολάκη
Φωτογραφίες: Μάνος Πολιτάκης
ΔΙΑΝΟΜΗ
ΗΡΑ Μαρία Φιλιππάκη
ΙΑΣΟΝΑΣ Μάνος Χριστοφακάκης
ΜΗΔΕΙΑ Κέλυ Γαρεφαλάκη
ΤΑΛΩΣ Στέλα Διακάκη
ΧΟΡΟΣ:
ΣΕΙΛΙΝΟΣ: Μιχάλης Σφακιανάκης
ΝΑΪΑΔΕΣ: Κατερίνα Δουλγεράκη
Μαρίνα Φανιουδάκη
ΣΑΤΥΡΟΙ: Αθηνά Γαρυφαλάκη
Μαρία Δαμανάκη
Κωστής Δασκαλάκης
Μαριάννα Δερμιτζάκη
Δέσποινα Καραπάνου
Χάρης Λαγουδάκης
Έλλη Μιχελάκη
Εύα Πατρικαλάκη
Δέσποινα Σαϊτάκη
Γιάννης Σμπώκος
Μαρία Σμπώκου
Αλεξάνδρα Σπυριδάκη
Ελένη Χαφνάβη
(Μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου)
Εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα Μιχάλη Σφακιανάκη
Απ’όντεν ήμουνε μικιός, ρώτημα μέγα το ’χα
είντα λοής αδραγαθιές έκαμεν ο Ιάσως,
κι ομπρός ομπρός τον είχανε στσι ήρωες – οραμάνι.
Σαν να ’χαν άλλοι τσι δουλειές κάμει ν-αντίπητού ντου,
κι αυτός το νάμιν έβγαλε, άδικα των αδίκω,
πως ήταν, τάξε, μπας-ουστάς κι οι γι-άλλοι καρακόλια.
Εδά καιρό, την Μήδεια του μέγα-ν Ευρεπίδη
έπιασα και μετάγραψα στα κρητικά και τότες
ήμπα σε μέγα διγαβρέ για μια παντέρμη λέξη
που τού ’πενε η Μήδεια απάνω στη μαλιά ντως:
είπε τον «Μιαρώτατο», τάξε μου πως εβρώμιε
κι ήτον και μέγ’αμαρτωλός. Από ’παδέ την είχα
κι από κειδέ την ξάνοιγα, κι είπα πως είναι πρέπον
να την-ε πω στα Κρητικά: «Ανάθεμά σε, βρώμο!»
Πλια κάτω, λέει την κι αυτός «Μιαρωτάτη», τότες
που ’σφαξε τα κοπέλια ντως, να γδικιωθεί το πάθος
α-που’χε με τα λόγου ντου, κι ήμπε στην αμαρτία,
και την μετάγραψα κι αυτή: «Ανάθεμά σε, βρώμα»!
Βρώμος και βρώμα, το λοιπόν, εκάμαν συναλλήκι,
κι εβγήκανε τρεις βασιλιές σφεντύλι, να ’ν’αιτία!
Μια του Αιήτη, του κυρού τση Μήδειας, α-που ’χε,
’ποκατωθιώς του Καύκασου, ρηγάτο στην Κολχίδα.
Σαν έφταξ’ο Ιάσωνας κι η Μήδεια τον είδε
έχασε τα ιλούδια τζη ν-από την ομορφιά ντου,
κι έκαμε-ν ό,τι ’μπόρειενε να του ’φραθεί τα κάλλη.
Μούδε τον κύρη ελόγιασε μούδε την αρχοδιά τζη,
μόνο ’πιασε και του ’δωκε τση βασιλιάς το βήλο:
μι’αρνοπροβιά ολόχρυση κι απ’ το θεό πεμπάτη1,
1 Ως, καθώς θα κατέχετε, ένα χρυσό κριγιάρι
έπεψε, λέει-ν, ο θεός και το καβαλικέψαν
δυο βασιλιόπουλα ορφανά, ο Φρίξος με την Έλλη.
κι επέταξε –μ’ είντα φτερά άθρωπος δεν γατέχει–,
κι εφύγανε συτζιμερά, κι απ’ το χαημό’γλιτώσαν
που των εκατεργιάζουντον η μητρυγιά-ν α-που’χαν.
Εις την Κολχίδα έφταξεν στην υστεριά ο Φρίξος
που ’χεν ο Φρίξος μια φορά δοσμένη του Αιήτη
και την ακριβοστέρευγε σ’ ένα δεντρό στ’αόρι,
κι είχ’ ένα δράκο κατωθιώς και το ’βλεπε, ως λένε.
Και δεν έφταξε η εζημιά, μόνο ’πιασαν οι βρώμοι
κι εσφάξαν και τον Άψυρτο απάνω στο φευγιό ντως,
τ’Αιήτη τον μικρόν υγιό, τση Μήδειας τ’αδέρφι.
Και τον-ε κόψανε γουλιές, κι απώς τον επετάξαν
επά κι εκειέ, στη θάλασσα. κι εστάθη-ν ο Αιήτης
κι εμάζωνε ό,τι ’πλαιγε. κι ως να μονομερίσει
του κοπελιού ντου το κορμί, για να το θάψει ακαίριο,
επήρανε κι αυτοί καιρό κι εφτάξαν στην Ελλάδα.
Κι απής εκαταστέσανε άκλερο τον Αιήτη,
κι εφτάξανε στον τόπο ντως, ευρήκαν τον Πελία,
πρώτο μπάρμπα του Ιάσονα, κι ερήγευνεν ακόμη.
Ετούτοσάς τον έπεψεν, κοπέλι, τον Ιάσο
μ’άλλους πολλούς απ’ τσι ήρωες να πάνε να του φέρουν
τ’άρχο Κριγιού τ’ολόχρυσο δερμάτι απ’ την Κολχίδα.
Κακής ώρας φανέρωμα ήτον κι αυτός, κι εσκέφτη
πως δε ’θελ’ ’α γιαγύρουνε μηδένας τως οπίσω,
κι ετσά, θα ήτον βασιλιάς στην Ιωλκό για πάντα.
Μα ’δωκ’ο θιος κι εγιάγυραν ο βρώμος με την βρώμα
κι εβρήκαν το λουβόγερο κι ακροκατουρημένο.
Εδώκανέ ν-του την προβιά, μα εντισκάρωσέ ντως,
κι ένα καζίκιν έδωκε του Ιάσο αντίς ρηγάτο.
Κι έπιασε, σκιας, η Μήδεια τσι τρεις του θυγατέρες,
κι είπε ντως: «Για ’κλουθάτε μου, να ιδείτε ένα θάμα»!
Εκλούθηξαν, οι γι-άπλανες, και πιάνει ένα κριγιάρι
γερατζασμένο, σφάζει το, μελειάζει το, κι απόκειας
σ’ ένα μπουγαδοτσίκαλο το ’βρασε μόνο μόνο.
κι απώς, σειρώνει το ζουμί και το σαλαβατίζει,
αμοναχός. –Την Έλλη ντως, εκειά που’ποκρεμούντον
για να θωρεί απ’ τα ψηλά τσι τόπους που περνούσαν,
την ηύρε ζάλη, κι έπεσε στη θάλασσα, κι επνίγει.–
Κι απής επάτησε τη γης κι εσώθηκε, κουρμπάνι
έκαμ’ο Φρίξος τον κριγιό –Κρίμας στο έχνος! Κρίμας!–,
και το’γδαρε. κι άλλο ’καψε κι άλλο ’φαε απ’ το κρέας.
και την προβιά ντου έδωκε του βασιλιά τ’ Αιήτη
– ρεγάλο και ξαντίμεμα στο καλοσκάμνισμά ντου…
κι έναν κριγιό χρονιάρικο έβγαλ’απ’το καζάνι.
Λέει ν-τως τότες: «Ίδετε; Αν διάξετε το ίδιο
του κύρη σας, από ξαρχής θα ’χει το βασιλίκι»!
Και τον εκαταντήσανε οι κόρες του κριγιάρι,
κι εσφάξαν τονν κι εβράσαν τον, τάξε να νεηκέψει,
ως καθώς των αρμήνεψε η Μήδεια, η βρώμα!
Μ’άδικο κόπο κάμανε! Νεήκεψη δεν είδε,
κι ας τον εσυχνοξάφριζαν, κι ας εσυχνοσυμπαίναν…
Βρασμένο τον εθάψανε, βρασμένο, στακωμένο,
και το ζουμί είντα κάμανε άθρωπος δεν γατέχει…
Μέγα το κρίμα, κι έφυγαν η βρώμα με το βρώμο,
να μη κακοποδώσουνε κατά τα έργατά ντως!
Τρίτο ρηγάτο, κι ύστερο, στην Κόρινθο χαλάσαν
(απού γλακούσαν κι ήρθανε, το κρίμα να γλιτώσουν)
του Κρέοντα, απού ’θελε γαμπρό ντου τον Ιάσο,
κι ας ήταν με τη Μήδεια δυο φορές παιδιωμένος.
Ως το ’κουσεν η Μήδεια, τα νεύρα τζη επαίξαν
και πιάνει, για να γδικιωθεί, και πέμπει ένα φουστάνι
τση νύφης, τάξε χάρισμα, κανίσκι για το γάμο.
Ως τό ειδ’, η κακορίζικη, τσ’ήρεσε κι έβαλέ ντο,
μα ’βγεν φωθιά θεοτική, κι έκαψε το κορμί τζη,
κι ομάδι τζη, τον κύρη τζη τον Κρέοντα, το Ρήγα,
που μόνταρ’ο τρις-τσιφτελής, ήμπας και τη γλιτώσει.
Κι απώς, εγλάκα κι έφυγε, κι επήγε στην Αθήνα,
να βρει στ’Αιγέα τσ’αγκαλιές ανάπαψη, ως είπαν.
Μα πρίχου φύγει, έπιασε τα δυο κοπέλια που ’χε
με τον Ιάσο, αρσενικά, κι έσφαξε σαν τα ρίφια.
Ε δέ γυναίκας γδικιωμός! Καταστροφή μεγάλη!2
Ας είν’ εδά! Πριν φτάξουνε να πάνε στου Πελία,
στη θάλασσα αρμενίζανε, κι ως λέν οι ριμαδόροι,
2 Λένε πως Ιάσονας ήτονε η γι-αιτία
κι εχάλασε κι η βασιλιά εις το νησί τση Λήμνος
όντεν επούλησε σεβντά κι έρωντα τση Υψηπύλης,
α-που’τονε βασίλισσα, κι είχενε το ρηγάτο
μοναχικό, κι ερήγευγε δίχως αντρούς κανάκι.
Τέσσερα σκιας βασίλεια εχάθηκαν και πάνε
αιτία να ’ν’ του Ιάσονα το διώμα και το κάλλος…
είχεν ο Δίας όργητα μετά ντως στελιωμένη
πως έσφαξαν τον Άψυρτο –μεγάλη-ν αμαρτία!–,
κι είχε βαρμένο το Βοριά στο φυσερό, κι εφύσα,
κι εδέρνουντον στα κύμματα, κι εφτάξανε στην Κρήτη.
Στην Κρήτη, λέει, τότεσάς ήτον ένα θερίο
–περίτου σαραντάπηχος–, μπακιροκαωμένο
από τον μέγαν Ηφαιστο, τον Κύρη των χαρκιάδω.
Ταλω-ν ελέγαν το θεριό, κι ως λεν οι κατεχάροι,
είχεν στσι Σίσες κατοικιά στων περβολιών τη μέση.
Κι είχε φτερά κι επέτανε, κι εγύριζε την Κρήτη
τρεις φορές την ημέρα –Ναι!– ωσάν τ’αεροπλάνο,
κι όπου κι αν έβριχνε οχτρό γ-ή ξένο εμόνταιρνέ ν-του,
κι αθούβαλη τον έκανε μέχρι να πεις «Μανά μου»!
Ετούτοσάς, ο Τάλως, λέει, την Μήδεια ως είδε
τα ’χασε από τα κάλλη τζη, κι αυτή, η μπάση-βρώμα,
του σίμωσε, τάξε, κι αυτή, τον είδε κι έρεσέ τζη,
κι απανωθιώς στσι γλύκες τως, έπιασε κι έσυρέ ν-του
μια μπρόκα, που ’χεν ο θεός στον πόδα ντου βαρμένη,
κι εχύθηκε από ’κειδά, στο χώμα, ένα πράμα
α-που το λέγανε «ιχώρ», κι επόθανε, κι επήγε…
Άλλοι πως αίμα θεϊκό λέσινε πως εχύθη,
μα ’γώ θαρρώ πετρέλαιο θα ’τρεξεν γ-ή βεζίνα!
Ετούτανά πολέμησα ρίμα να τα συντάξω,
μα δεν μου ’βγαν ως ήθελα –τάξε μου, τραγωδία–,
μόνο μου ’βγαλ’ο δαίμονας παιγνίδι, κι η γραφή μου
στ’αστείο και στο χάχαρο εγύριζε κι επήγε:
Ο Σειλινός κι οι Σάτυροι στον τόπον εβρεθήκαν
μαρτύροι, κι εθωρούσανε, κι ως μου ’παν τα χω ’γράψει.
Κι όσοι δε μου πιστέψετε, αν τύχει κιαμιά μέρα
και τσι παντήξετε ποθές στην παινεμένη Κρήτη,
θα σας τα πουν ως τα είδανε, με νι και με το σίγμα!
Αφρουκαστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάσει ο που ’χει γνώση,
για να κατέχει κι αλλωνών αρμηνεμιά να δώσει.
Ηράκλειο, Φλεβάρης 2018
Μιχάλης Σφακιανάκης
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΔΟΣ
Η σκηνοθέτις Σοφία Δερμιτζάκη εν ώρα διδασκαλίας
Ο Τάλως θεωρείται ως το πρώτο ρομπότ που αναφέρεται στη Μυθο-
λογία. Κατασκεύασμα του Ηφαίστου, για τον Μίνωα, ή του Δία, για
την Ευρώπη,ή του Δαιδάλου. Άλλοτε,πάλι, λογαριάζεται ως ο έμψυχος
φύλακας της Κρήτης, στερνός απόγονος της εποχής του Χαλκού, γιος
ή από το γένος του Κρήτα
ή του Οινοπίωνα, πατέρας
του Φαιστού, του ίδιου του
θεού της φωτιάς Ηφαίστου
που, με τη σειρά του, είχε
γιο τον Ραδάμανθυ.
Άλλη εκδοχή θέλει αυ-
τόν τον τόσο βαθιά ριζω-
μένο στη λαϊκή συνείδηση
γίγαντα να συνδέεται με
δεσμούς συγγένειας με τον
Μίνωα, ως τρίτος αδελφός
του, μετά τον Σαρπηδόνα
και τον Ραδάμανθυ. Ως φύ-
λακας,διέσχιζε το νησί από
άκρη σε άκρη τρεις φορές
την ημέρα πετώντας βρά-
χους στη θάλασσα, όπως
είχαν κάνει οι Λαιστρυγόνες
στον Οδυσσέα και τους
συντρόφους του, και απο-
τρέποντας όσους ξένους
αποβιβάζονταν να προχω-
ρήσουν στο εσωτερικό τού
νησιού,αλλά και εμποδίζο-
ντας τους ντόπιους να φύ-
γουν από το νησί χωρίς την άδεια του Μίνωα. Αν κάποιος παραβίαζε
τους κανόνες, τότε ο Τάλως πηδούσε στη φωτιά, πυράκτωνε το στήθος
του και μετά έσφιγγε τον παραβάτη πάνω του και τον έκαιγε.
Μια άλλη εκδοχή τον καθιστά περισσότερο “πολιτικό” πρόσωπο,
με την έννοια ότι διασφάλιζε την ομαλή λειτουργία των κοινοτήτων.
Τρεις φορές τον χρόνο μετέφερε τις χάλκινες πλάκες των νόμων απ’
άκρη σ’άκρη στο νησί, υποδεικνύοντας το σωστό και το δίκαιο στους
κατοίκους της υπαίθρου.
Ο Τάλως συμβολίζει, αφενός, τη μεγάλη τεχνολογική εξέλιξη της
μινωικής μεταλλουργίας, αφού οι Μινωίτες κατάφεραν να φτιάξουν
μόνοι τους έναν υπερήρωα από χαλκό και, αφετέρου, ο Τάλως αποδί-
δει δικαιοσύνη, γεγονός που δείχνει τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι
Ο Τάλως εθεωρείτο άτρωτος,σε όλο του το σώμα, εκτός από το κάτω
μέρος της κνήμης, όπου βρισκόταν μια μικρή φλέβα που την έκλεινε ο
αστράγαλος. Όταν έφτασαν οι Αργοναύτες στο νησί, η Μήδεια τού
έβγαλε το καρφί από τη φτέρνα, που κρατούσε το θεϊκό υγρό μέσα του
(βλ. αχίλλειος πτέρνα), αφού του υποσχέθηκε την αθανασία ή, με μάγια,
κατόρθωσε να του σχίσει τη φλέβα, οδηγώντας τον στον θάνατο.
μας, λαμβάνει χώρα στην Κρήτη ένα από τα επεισόδια της «Αργοναυ-
τικής Εκστρατείας». Οι Αργοναύτες φτάνουν ταλαιπωρημένοι και κα-
ραβοτσακισμένοι μετά από τη θύελλα που τους έστειλε ο Δίας ως τι-
μωρία για τον θάνατο του Αψύρτου. Ο Σειλινός με τους Σατύρους
καλούνται από την Ήρα να προειδοποιήσουν τον Ιάσονα προκειμένου
να φύγει, για να μην τους βρει ο Τάλως, το θεριό.
Στην εκδοχή αυτή, ο Τάλως, ο μπακιρένιος γίγαντας, θανατώνεται,
ως θύμα της σαγήνης της Μήδειας. Ο Έρωτας και οι μαγγανείες του
διατρέχουν όλο το έργο. Η γενναιότητα και αντρειοσύνη του Ιάσονα
αλλά και του φοβερού και τρομερού γίγαντα Τάλω απομυθοποιούνται,
όπως απομυθοποιείται και κάθε αντρειοσύνη που δεν έχει ψυχή, αλλά
στηρίζεται στο …«σκουτάρι, στο σπαθί και το βαρύ πελέκι».
Ευχαριστώ θερμά τον Δικηγορικό Σύλλογο Ηρακλείου και τον πρόε-
δρο Νίκο Λογοθέτη για τη στήριξη, καθώς και τον πολυτάλαντο Μιχάλη
Σφακιανάκη για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε να σκηνοθετήσω το
έργο του και να συνεχίσω το σπουδαίο έργο του Γιώργου Μαρκόπου-
λου.
Η Θεατρική Ομάδα του ΔΣΗ έχει αποδείξει, επί χρόνια σε αυτήν
την πόλη, την αξία της και την αμέριστη αγάπη της για το Θέατρο,
αλλά και τις τέχνες γενικότερα, βάζοντας όχι ένα λιθαράκι μόνο αλλά
αποτελώντας ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής ζωής. Είναι
ένας πλούτος για την πόλη μας και τη ψυχή μας!
Ηράκλειο, Ιούνιος 2023
Σοφία Δερμιτζάκη, Σκηνοθέτις